"Ενας αέρας φυσούσε κείνη τη νύχτα.
Η δημοσά φειδοσέρνονταν ατέλειωτη
-σαν μια αιωνιότη-στο κάμπο.
Εβούϊζαν οι καλαμιές κρύο έκανε.
Κι αυτός προχωρούσε.
Ήταν παραδομένος στο δρόμο του, σαν ο στραβός στο αιώνιο σκοτάδι
επήγαινε -όλο πήγαινε- σαν μια ψυχη μεσ’ στην ερημία του χρόνου.
Τον είχαν παρεξηγήσει οι άνθρωποι
η σκόνη τον είχε κάνει κατάσπρο κι ο δρόμος
-αχ θέε μου- ο δρόμος ποτέ δε θα τέλειωνε.
Δεν αιστανόταν τίποτε μήτε χαρά μήτε λύπη
αδιάφορος ήτανε κι ήσυχος γιατί:
μήπως δεν ήτανε η δημιουργία στη θέση της;
ή μην είχε αντίρηση για το νόμο της έλξης;
η σιωπή τον εγνώριζε, οι νύχτες το ξέραν
ήταν της ερημιάς το λουλούδι.
Ο κόσμος αργά τα πράγματα αφημένα στο πάει τους
να δημιουργούνται οι ορίζοντες
να γεννιέται ο χρόνος
οι τόποι, οι εποχές να πηγαίνουνε.
Ξέρετε πώς περπατάνε στη γη;
να, πηγαίνουν τίποτ’ άλλο
πηγαίνουν σε προϋπαντάν τα όρια
σε ακολουθάνε οι δρόμοι κι οι πολιτείες
-οι πολιτείες- σου τραγουδάνε βαθιά.
Έχει ένα χτύπο το χάος
έχει ένα σφυγμό το κενό
και μόνο οι ώρες σωπαίνουν
και μόνο οι καιροί δε μιλούν.
Η αιωνιότη σε κοιτάζει και σκέφτεται
τα πλάτη, οι απόστασες,
είναι αφιρωμένα στο βάδη σου
αναθυμιάζει μ’ ευλάβεια
κάτω απ’ το βήμα σου η γη.
Έτσι πάνε όλο ίσα και ντρίτα
ακρη-άκρη στις σιδεροτροχιες, στα ποτάμια
άκρη-άκρη στους ωραίους γιαλούς
πάντα δημοσά κι όλο κάμπο
δεν ανεβοκατεβαίνουν οι δρόμοι,
δεν παν οι στράτες λοξά
για σένα δεξά ή ζερβά να διαβαίνουν τα όρη,
να εξελίσονται οι θάλασσες
ή καμπύλη, ή ευθεία κι ο κόσμος αργά
η αιωνιότη πιστώνει.
Η φυγόκεντρη δύναμη ας είναι ένα παραμύθι των κύκλων
και μόνο μια γραμμή κατακορυφη να ‘σαι συ στις στροφές
έτσι
όπως πάνε οι δρόμοι μοναχοί τους
όπως στέκουν τα βράχια.
Κι αυτός προχωρούσε.