Ο ΝΙΚΟΣ ΕΙΧΕ ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΞΥΛΙΝΟ ΚΑΪΚΙ παρκαρισμένο "προσωρινά" στον κήπο της βίλας στον Άγιο. Ήρθε η Χούντα και αναγκάστηκε να δραπετεύσει στην Ευρώπη. Με την ελπίδα το ταξίδι να 'ναι σύντομο. Δεν ήταν. Όταν γύρισε πίσω στην Κρήτη, το καραβάκι του είχε σαπίσει. Τα ξύλα πρόβαλαν γυμνά κι ορθάνοιχτα σαν το σκελετό της φάλαινας. Βροχή, αέρας, ζωύφια και τρωκτικά είχαν κάνει καλή και συντονισμένη δουλειά. Κάθε επισκευή ήταν αδύνατη. "Το παίρνουμε και το πάμε για καυσόξυλα" ήταν τα τελευταία λόγια του σοφού καραβομαραγκού, αλλά το πείσμα του Κούνδουρου δεν ανέχονταν την ήττα. Είπε: "Όχι. Θα μείνει εδώ. Μνημείο των αγώνων του λαού μου για τη λευτεριά!". Και το "μνημείο" αυτό έμεινε σ' εκείνη ακριβώς τη θέση του κήπου, δίπλα στο υπαίθριο γραφείο με τα ζωγραφισμένα βότσαλα, άλλα 40 χρόνια. Εγώ θυμάμαι αμυδρά μόνο κάποια από τα τελευταία του υπολείμματα. Σίγουρα όμως μετά το 2013 είχε εξαφανιστεί, έτσι από μόνο του. Το ίδιο και οι αγώνες για τη λευτεριά. Έκανα συχνά πλάκα στον Νίκο κι όταν μου έλεγε: "Μικρέ, βαριέμαι. Πες μια εξυπνάδα, πρότεινε μια εργασία να διεκπεραιώσουμε", εγώ για να τον κουρδίσω του απαντούσα: "Μεγάλε, κι εγώ βαριέμαι. Γιατί δεν πάμε μια βόλτα με το καράβι σου;!". Κι ο Νίκος έλεγε τότε συνήθως κάτι πολύ πρόστυχο. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)