Η σχέση μου με τη Ρετσίνα θα έλεγα πως έχει περάσει δια πυρός και σιδήρου.

Λίγο έως πολύ νιώθω ότι είναι περίπου όπως η σχέση που έχω με την αδερφή μου όλα αυτά τα χρόνια. Καβγάδες, αντιθέσεις, διαφορετικές προσωπικότητες, διαφορετική φιλοσοφία για τη ζωή, από μικρή ηλικία δύο τελείως διαφορετικοί άνθρωποι. Είναι ακριβώς το ίδιο που βλέπω ήδη να συμβαίνει με τα τρία ανίψια μου. Από τα μικράτα τους και νομίζεις πως δεν μπορούν να χωρέσουν στο ίδιο δωμάτιο για παραπάνω από πέντε λεπτά χωρίς να γίνει ο χαμός ο ίδιος. Καθώς τα χαζεύω να παίζουν (ή καλύτερα να τσακώνονται), λίγο μετά το τραπέζι της Καθαράς Δευτέρας, δεν μπορώ παρά να σκέφτομαι αυτό που πάντα μου έλεγε η γιαγιά μου μετά τις φασαρίες. «Δεν πειράζει αγόρι μου, θα μεγαλώσετε και θα μονιάσετε…» Πράγματι, μεγαλώσαμε και μονιάσαμε.

Όσοι έχετε αδέρφια νομίζω ότι θα μπορέσετε να με καταλάβετε. Αξίζει να κάνετε μια σύντομη αναδρομή στις πιο χαρούμενες ή ακόμα και σε εκείνες τις δύσκολες στιγμές της ζωής σας και να αντιληφθείτε ποιος ήταν εκεί για να τις μοιραστείτε. Θυμηθείτε και εκείνη την περίοδο που στα κρυφά γουστάρατε την καλύτερή σας φίλη ή φίλο και είχατε κλειστεί μέσα σας σαν το στρείδι… Τα αδέρφια σας ήταν η μόνη διέξοδος διαφυγής, το batmobile σας, και ας μισούσατε αυτό το γεγονός τότε.

Το τραπέζι της Καθαράς Δευτέρας #1

 

Πάνω στο τραπέζι βρισκόταν ότι είχε απομείνει από τον χαμό των μεζέδων της Καθαράς Δευτέρας. Φτιάξαμε και χταπόδι στιφάδο που είχε προτείνει ο Γιάννης Παππάς στο «Αμόλα Καλούμπα» και κάπου εκεί ανάμεσα φάγαμε και ένα ντολμαδάκι γιαλαντζί… Όπως ακριβώς μας τα είπε, τίποτα παραπάνω τίποτα λιγότερο. Ήπιαμε και αρκετά κρασιά αλλά δεν μπορούσε το μυαλό μου να ξεκολλήσει από τη Ρετσίνα.

Σε κάθε τέτοιο τραπέζι φροντίζω πάντα να κουβαλάω μαζί μου μια οινική «βόμβα». Αυτή τη φορά τον συγκεκριμένο ρόλο (της βόμβας) έπαιξε η «orange» Ρετσίνα -από Ροδίτη- του Τάτση. Μου αρέσει να βάζω στο τραπέζι ένα κρασί που ξέρω ότι μάλλον θα προκαλέσει. Δεν νομίζω πως μπορώ ακριβώς να το εξηγήσω αλλά... Με κάποιον μαγικό τρόπο, ορισμένα κρασιά, καταφέρνουν να ανεβάζουν τις εντάσεις και να διεγείρουν συζητήσεις. Η ιστορία ξεκινάει πάντα από ένα απλό «μου αρέσει ή δεν μου αρέσει» και καταλήγει στο να θυμάσαι τι σου είχε κάνει η αδερφή σου το καλοκαίρι της δευτέρας λυκείου στις οικογενειακές διακοπές, ή να συζητάς με έντονο τρόπο την επίθεση των αστυνομικών δυνάμεων στη Νέα Σμύρνη.

Ένα «κλικ» ήταν στο μυαλό μου για να καταλάβω ότι η σχέση μου με τη Ρετσίνα είναι η ίδια που έχω και με την αδερφή μου. Γεμάτη αντιθέσεις, κόντρες, μέρες ολόκληρες που να μην «μιλάμε», αλλά δεν θυμάμαι χαρούμενο (οικογενειακό) τραπέζι χωρίς να μας κάνει παρέα. Θυμάμαι και τα καλοκαίρια στη Λήμνο, εικοσάρης με τους κολλητούς, που τρελαινόμασταν να καθόμαστε στην πλατεία του χωριού, εμείς και τα παππούδια λίγο παραπέρα, και να παραγγέλνουμε την κλασική ρετσίνα Λήμνου του συνεταιρισμού με το crown cap πώμα. Μπορεί και να χάναμε τη βραδινή μας έξοδο στο «Prime», το πιο «in» κλαμπάκι του νησιού, γι’ αυτόν τον λόγο. Πολύ νερό έχει κυλήσει στο αυλάκι όμως από τότε…

Ιστορική Αναδρομή #2

Εύλογα θα με ρωτήσετε από πότε κυλάει το νερό στο αυλάκι για τη ρετσίνα. Για να βρούμε απάντηση μάλλον θα χρειαστεί να πάμε τουλάχιστον 4000 χρόνια πίσω. Ίσως έτσι ανακαλύψουμε τον «μίτο» που μας συνδέει με το κρασί. Μια σχέση ανεξήγητη για τους ξένους για τους οποίους ο μόνος λόγος ύπαρξης αυτού του κρασιού είναι ότι τους κάνει μέρος της φάσης «νιώθω Έλληνας, πίνω ρετσίνα, τρώω μουσακά», κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών. Δεν τους αδικώ. Πως μπορείς να καταλάβεις μια κουλτούρα γύρω από την οποία δεν έχεις πραγματικά βιώματα;

4000 χρόνια πριν λοιπόν, οι Κρήτες προσέθεταν ρετσίνι για να σφραγίσουν τους αμφορείς κατά την μεταφορά των κρασιών. Σύντομα η προσθήκη ρετσινιού έγινε μια παγιωμένη πρακτική όχι μόνο γιατί ουσιαστικά στεγανοποιούσε το πώμα αλλά προσέθετε και αρώματα στο κρασί. Αντίστοιχη ιστορία θα ακούσετε και για άλλους αμπελώνες όπως αυτόν της Αττικής, για τον οποίο υπάρχουν ιστορικές αναφορές που αποδεικνύουν πως η παραγωγή κρασιού από την περιοχή των Μεσογείων (κέντρο παραγωγής μέχρι και σήμερα) ήταν πολύ μεγάλη. Οι κάτοικοι των Μεσογείων εξήγαγαν ρετσίνα ήδη από την αρχαιότητα.

Η ρετσίνα ταξίδεψε μέσα στους αιώνες. Το «μπουμ» της τουριστικής ανάπτυξης τη δεκαετία του 1960 την έκανε συνώνυμο με το ελληνικό καλοκαίρι, τα νησιά και τις ταβέρνες δίπλα στο κύμα. Δυστυχώς σε πολύ μεγάλο βαθμό ήταν ένα χείριστης ποιότητας κρασί, με οξειδωμένη πρώτη ύλη και έλλειψη οξύτητας. Η προσθήκη γενναίων ποσοτήτων ρετσινιού προσπαθούσε να καλύψει ότι δεν καλύπτεται. Σαν το καθάρισμα που κάνεις για τα μάτια της πεθεράς…

Παρ’ όλα αυτά, έστω και υπό αυτές τις συνθήκες, προσπαθώ να σκεφτώ πόσα πράγματα (παραδόσεις) έχουν αντέξει για 4000 τουλάχιστον χρόνια. Και η Ακρόπολη ακόμα μεταγενέστερη είναι.

Η εξέλιξη του στυλ #3

Μπροστά μου είχα ένα άδειο μπουκάλι της εξέλιξης του στυλ της ρετσίνας. Τώρα θα μου πείτε, πόσο εύκολα μπορεί ένα τόσο «ρουστίκ», θολό, ακραίο σχεδόν κρασί, σαν την «orange» ρετσίνα του Τάτση, να αποτελεί εξέλιξη; Μάλλον το στυλ δείχνει πιο παραδοσιακό και από τα κρασιά που έφτιαχναν οι αρχαίοι Έλληνες.

Δεν είδα όμως πρόσφατα καμιά περιοχή στον κόσμο (προφανώς μου λείπουν πολλές ακόμα για να επισκεφτώ) που η εξέλιξή της να μην σχετίζεται με το παρελθόν. Δεν υπάρχει τίποτα το καινούριο εκεί έξω. Το καινούριο προφανώς δεν πέτυχε και τώρα όλοι μας προσπαθούμε να επιστρέψουμε στην αυθεντικότητα και στις παραδόσεις. Απλά προσπαθούμε να τις φέρουμε στο σήμερα.

Θα σας πω λοιπόν πως βλέπω μέσω αυτού του κρασιού των αδερφών Τάτση την εξέλιξη στο στυλ της ρετσίνας.

Έχει πρώτη ύλη αντίστοιχης ποιότητας με αυτή που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για έναν κορυφαίο λευκό Ροδίτη. Ειδικά για τους Τάτσηδες αυτό σημαίνει ορθές πρακτικές στο αμπέλι και βιοδυναμική καλλιέργεια, που διέπει συνολικά την φιλοσοφία των αμπελώνων τους. Έχει επίσης προσεκτική, μη παρεμβατική, οινοποίηση και ρετσίνι φρέσκο και άριστης ποιότητας ώστε να εκχυλίζονται από αυτό μόνο τα καλύτερα αρώματα. Έχει την τόλμη να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα και να εκχυλίσει όχι μόνο με το ρετσίνι αλλά και τις φλούδες, με σαφή αναφορά έτσι σε ένα στυλ οινοποίησης του παρελθόντος. Πάνω από όλα όμως έχει αγάπη και σεβασμό σε ένα στυλ κρασιού που κυλάει στο αίμα μας.

Θυμάμαι αυτό που κάποια στιγμή έλεγε ο Μάρκος Μαρκοβίτης σε μια παρουσίασή του στο Mr Vertigo, για άλλη φυσικά περίσταση, αλλά νιώθω πως ταιριάζει απόλυτα σε αυτό το σημείο. «Παράδοση είναι αυτό το οποίο παραδίδεις εσύ ο ίδιος στην επόμενη γενιά και όχι αυτό το οποίο παίρνεις στα χέρια σου από την προηγούμενη».

Δεν μπορώ λοιπόν να παραβλέψω πως αρκετοί Έλληνες παραγωγοί πήραν στα χέρια τους μια παράδοση «ξεφτισμένη» (για να μη πω χειρότερη λέξη) από το χρόνο και με τη σειρά τους θα παραδώσουν στην επόμενη γενιά κρασιά που κουβαλάνε όλο το σεβασμό, το ήθος, την ιστορία, τη γεύση και τις μνήμες μας. Αν στα επόμενα χρόνια έχω την ευτυχία να διαφωνώ σε ένα οικογενειακό τραπέζι με επίκεντρο τη ρετσίνα, αυτή τη φορά με τα ανίψια μου, νομίζω πως κάτι θα έχουμε κάνει πολύ καλά στον τρόπο με τον οποίο τα μεγαλώσαμε.

Πίσω στο τραπέζι της Καθαράς Δευτέρας #4

Για την ιστορία του τραπεζιού της Καθαράς Δευτέρας η «orange» Ρετσίνα του Τάτση δεν άρεσε στην αδερφή μου. Όχι ότι περίμενα πως θα ταιριάξει στα πιο απαλά της γούστα αλλά ήξερα ότι κάτι που άρεσε πολύ σε μένα ήταν μάλλον απίθανο να αρέσει και σε εκείνη. Τώρα θα αλλάξουμε μετά από τόσα χρόνια;

Δεν στεναχωριέμαι… Υπάρχουν πολλά ακόμα «διαμάντια» εκεί έξω. Από την εκπληκτικά κομψή Ρετσίνα Naturε του Τετράμυθου, ή το πολύπλοκο Δάκρυ του Πεύκου μέχρι και τις ρετσίνες του Γκίκα, του Παπαγιαννάκου, του Άωτον, του Μυλωνά, του Γεώργα, τον Ρητινίτη της Γαίας και πολλών ακόμα παραγωγών που έχουν στραφεί με σεβασμό στο πιο παραδοσιακό κρασί της Ελλάδας. Κάτι θα βρω που θα της ταιριάζει…

Γρηγόρης Μιχαήλος Dip WSET