Μέσα σε αυτό το τετραήμερο της επίσκεψής μου στη Βουργουνδία νομίζω πως κατάφερα να βρω το σημείο στο οποίο θα ονειρευόμουν να ξοδεύω όλα τα πρωινά της ζωής μου από δω και στο εξής. Με το αμάξι να “ασθμαίνει”, καθώς περνούσαμε μέσα από τα στενά ανηφορικά δρομάκια του χωριού Pernand-Vergelesses, μικροσκοπικού και πανέμορφου και με έναν καιρό βγαλμένο από το όνειρο, φτάσαμε στην κορυφή του λόφου. Δεν ήμασταν οι μόνοι πρωινοί επισκέπτες, μια πολύβουη παρέα Γάλλων είχαν παρατάξει τα πολύχρωμα 2CV τους και λίγο παραπέρα απολάμβαναν το πικνίκ τους στον απρόσμενο, για την εποχή, ηλιόλουστο καιρό.


Περπατώντας μέσα από ένα μικρό πλάτωμα φτάσαμε στην άκρη του λοφίσκου όπου στεκόταν το ξωκλήσι της Παναγιάς της Καλής Ελπίδας (Oratoire de Notre Dame de Bonne Espérance). Ένα μοναδικό παρατηρητήριο, μπροστά στο οποίο απλωνόταν μια εκπληκτική, -από ψηλά αυτή τη φορά- άποψη, ενός μέρους των αμπελώνων της Βουργουνδίας. Ακριβώς στα πόδια μας η περίφημη πλαγιά του Sous Frétille, με premier cru status για τα λευκά της και διαγώνια αριστερά το grand cru του Corton-Charlemagne, σε μια άλλη οπτική του περιμετρικού λόφου του Corton. Αυτή τη φορά από την πλευρά που ανήκει στην κοινότητα του Pernand-Vergelesses. Δεξιά από το δρόμο, στην απέναντι πλαγιά, έβλεπες τα κορυφαία, ανατολικής έκθεσης, premier cru, Ile des Vergelesses στο πάνω μέρος της πλαγιάς και τα Les Vergelesses και Les Fichots στο μέσο της. Ευθεία στο βάθος, κοιτώντας προς το νότο, μια θάλασσα από αμπέλια και μια μακρινή υποψία της πόλης της Beaune.


Χαζεύοντας για αρκετά λεπτά περισσότερους αμπελώνες από όσους θα μπορούσα να μετρήσω, θα πω για άλλη μια φορά πως η θέα ήταν τουλάχιστον συναρπαστική, ικανή να σε απομακρύνει από κάθε πιθανή σκέψη. Σαν μια στιγμιαία παύση του χρόνου. Αυτή η απεραντοσύνη που ανοιγόταν μπροστά σου μπορούσε όμως να σε αποσπάσει από την ίδια την ουσία της Βουργουνδίας. Ουσιαστικά αποτελούσε μια ψευδαίσθηση της πραγματικότητας, αφού η Cote d’ Or είναι μια εξαιρετικά μικρή περιοχή. Small can be beautiful though…


Αν και φτάσαμε στην ώρα μας, στο προκαθορισμένο ραντεβού με τον Sylvain Pataille, χρειάστηκε να τον περιμένουμε περίπου 15-20 λεπτά για να μας ανοίξει το κελάρι του. Ο Sylvain είναι ένας από τους νεότερους αστέρες της Βουργουνδίας, στο βορειότερο χωριό της Cote de Nuits, το Marsannay, οι αμπελώνες του οποίου σχεδόν αγγίζουν την πόλη της Dijon. Βλέποντας τον να καταφθάνει με γοργό βήμα από μακριά συνειδητοποίησα σχεδόν στιγμιαία τη μικρή και “ταπεινή” διάσταση της Cote. Βρισκόμασταν έξω από ένα κελάρι το οποίο δεν είχε την παραμικρή ταμπέλα, λες και ήθελε να κρυφτεί από τα αδιάκριτα βλέμματα, και ο άνθρωπος που μας άνοιγε εκείνη τη στιγμή την πόρτα ήταν ταυτόχρονα ο ιδιοκτήτης, ο οινοποιός, ο διαχειριστής της κάβας, ο αμπελουργός, αυτός που θα έκανε την ξενάγηση και πιθανόν, λίγο πιο αργά το βράδυ, και ο λογιστής ή export manager της επιχείρησής του.
Πράγματι, ο Sylvain άργησε γιατί πριν από εμάς βρισκόταν στο αμπέλι, μια φευγαλέα ματιά στις λασπωμένες μπότες του θα σε έκανε να το καταλάβεις αμέσως. Και είμαι σίγουρος πως δύο λεπτά αφότου μας αποχαιρέτισε, αυτός και ο σκύλος του, μετά από ένα σπουδαίο tasting όλων των κρασιών του, θα έφευγε για να οδηγήσει και πάλι το τρακτέρ του, δουλεύοντας μόνος του κάποιο από τα περίπου 15 εκτάρια των κατακερματισμένων αμπελώνων του. Αυτή η “προσωποκεντρική” διάσταση της μικρής Βουργουνδίας, δεν έπαυε να φαίνεται μέσα στο μυαλό μου τόσο αντίθετη με το τρομερό hype και τις πανάκριβες τιμές των κρασιών της. Πολύ περισσότερο το γεγονός ότι αυτό το hype δε μπορούσε να τους αποσπάσει από αυτό που πραγματικά είναι. Αληθινοί vignerons.


Χρειάστηκε να έρθει η στιγμή της δοκιμής των τεσσάρων single-vineyards και ενός μπλενταρισμένου Aligote του Sylvain για να βάλω και πάλι σε τάξη τις σκέψεις μου. Το γεγονός πως σε μια εποχή που οι λευκές και ερυθρές Βουργουνδίες αποτελούν σύμβολα καταξίωσης και μοσχοπουλάνε σε δυσθεώρητες συχνά τιμές, υπάρχουν παραγωγοί σαν τον Sylvain που καλλιεργούν το ξεχασμένο, ταπεινό, τρίτο σταφύλι της Βουργουνδίας, είναι μια υπενθύμιση προς όλους εμάς. Το Aligote φάνηκε στα μάτια μου σαν ο πρωτoγενής δεσμός των παραγωγών της περιοχής με αυτή την “ταπεινή”, πλευρά τους. Ήταν αυτή η λάσπη με την οποία έβλεπες να έχουν καλυφθεί οι μπότες τους. Αναρωτιέμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που ένας σημαντικός παραγωγός του Bordeaux λέρωσε τα παπούτσια του στο αμπέλι;
Μου φάνηκε τόσο σπουδαίο, σχεδόν μια ηθική πράξη, να φέρεται ο Sylvain με τέτοιο σεβασμό σε αυτό το σταφύλι, μη ακολουθώντας το τι θα υπαγόρευε η λογική ή τα οικονομικά. Προφανώς δεν είναι μόνος του, μια ομάδα σημαντικών, συχνά νέων παραγωγών το καλλιεργεί σε κάποιες από τις καλύτερες τοποθεσίες της Cote προσπαθώντας να αλλάξει το χαμηλό προφίλ του. Σκεφτείτε ότι τα single-vineyard του Sylvain παλαιώνουν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από τα Chardonnay του. Επίσης, από μόνο του το γεγονός πως ο ιδιοκτήτης του μυθικού Domaine de la Romanée-Conti, Aubert de Villaine, στο προσωπικό του κτήμα στο Bouzeron* έχει αναδειχτεί σε πρωτεργάτη της ποικιλιας Aligote, δείχνει το ουσιαστικό θαυμασμό των Βουργουνδών για αυτό το παραγκωνισμένο από την ίδια τη νομοθεσία σταφύλι. Δίπλα τους μεγάλα ονόματα όπως Jean-Marc Roulot, Michel Lafarge, Coche-Dury, Benoît Ente, Jerome Galeyrand παράγουν κάθε χρόνο.
Η δοκιμή των single-vineyard Aligote του Sylvain ήταν διαφωτιστική για τις πραγματικές δυνατότητες της ποικιλίας. Η εκπληκτική ευαισθησία που έδειχνε το σταφύλι στις εναλλαγές των διαφορετικών terroirs ήταν ακριβώς αντίστοιχη με την ευαισθησία που δείχνει το Chardonnay στα μεγάλα αμπελοτόπια της περιοχής. Ο Sylvain όπως τόνισε ξεκάθαρα δεν κάνει “φυσικά κρασιά” καθώς σύμφωνα με τη γνώμη του αυτά συχνά φτιάχνονται χωρίς παρεμβάσεις αλλά και χωρίς ικανότητες. Αντίθετα ακολουθεί μια φυσική προσέγγιση τόσο στο αμπέλι, με βιοδυναμικές πρακτικές, όσο και στο οινοποιείο. Αυτό σημαίνει ελάχιστες παρεμβάσεις όπως και όταν πρέπει. Υπάρχει περίπτωση όταν τα πάντα περνάνε από το χέρι σου, πιθανότατα μέχρι και τα λογιστικά, να μη ξέρεις τι πρέπει να κάνεις και πότε να το κάνεις;
Την απάντηση θα την έχετε σύντομα αφού τα κρασιά του Sylvain, τόσο τα Aligote του, όσο και τα λευκά, ροζέ και ερυθρά Marsannay του βρίσκονται στο δρόμο τους για την Ελλάδα. Το ξέραμε, τόσο ο Γιάννης όσο και εγώ, με το που βγήκαμε από εκείνο το “μυστικό”, χωρίς καμιά σήμανση, κελάρι ότι θα έβρισκαν το δρόμο τους…
Aligoté “Champs Forey” 2018: Guided by rocks… Φοβερή καπνιστή ορυκτότητα αλλά πιο αιθέριο λεπτό και φίνο στο στόμα. Γεμάτο ενέργεια και ακρίβεια στην έκφραση. Ασβεστολιθικά εδάφη με χαλίκια.
Aligoté Auvonnes Au Pépé 2018: Καπνός και τσακμακόπετρα, εκπληκτικό εύρος στο στόμα αλλά κλείνει προς ένα πιο σφικτό, αλμυρό, απότομο τελείωμα, γεμάτο νεύρο. Εδάφη ασβεστολιθικά πλούσια σε άργιλο, πολύ συνεκτικά.
Aligoté Charme Aux Prêtres 2018: Πολύ κομψό και αυστηρό στη μύτη, σχεδόν αναγωγικά ορυκτό. Μινεραλ και αυστηρό επίσης και στο στόμα με σχεδόν τανική διάσταση. Ασβεστόλιθος με ποσοστό αργίλου από την Ιουρασική περίοδο με απολιθωμένα κοχύλια
Aligoté “Clos Du Roy” 2018: Όγκος αλλά όχι πάχος, με μια στρογγυλάδα ώριμου φρούτου στο στόμα που φρεσκάρεται από μια αίσθηση θαλασσινού αλατιού και μια πικάντικη, ginger, νότα. Αργιλώδη, κόκκινα πλούσια σε σίδηρο εδάφη